ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΗΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Αγαπητοί συνάδελφοι
Εδώ και πολλά χρόνια στον εκπαιδευτικό χώρο διεξάγεται μια συζήτηση σχετικά με το αν θα πρέπει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και στην περίπτωσή μας η διδασκαλία της χημείας, να επηρεάζονται από το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιχειρηματολογούν υπέρ της άποψης ότι κύριος στόχος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι η παροχή ολοκληρωμένης παιδείας στους αποφοίτους του λυκείου που θα τους βοηθήσει όχι μόνο να ολοκληρώσουν την προσωπικότητά τους αλλά να εξοπλιστούν και με τα βασικά εργαλεία κατανόησης ενός κόσμου που συνέχεια αλλάζει, έτσι ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν σαν υπεύθυνοι πολίτες που θα έχουν άποψη για το περιβάλλον, την υγεία, τις τροφές που καταναλώνουν κλπ., και όχι η περιχάραξη της γνώσης στα ασφυκτικά πλαίσια του εξεταστικού συστήματος των εισαγωγικών εξετάσεων, όπως και αν αυτές ονομάζονται κατά καιρούς, προκειμένου να υποστηριχτούν οι μαθητές για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από την άλλη βέβαια υπάρχουν και εκείνοι που ανησυχούν για το χάσμα μεταξύ των γνώσεων που απαιτούνται για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και των γνώσεων που προσφέρονται από την δευτεροβάθμια, χάσμα που κατά την άποψή τους βαθαίνει με τον χρόνο, και που και εμείς σαν κλάδος αντιμετωπίσαμε όταν επί σειρά ετών μαθητές από κατευθύνσεις της δευτεροβάθμιας όπου δεν διδασκόταν καθόλου η χημεία είχαν πρόσβαση στα τμήματα χημείας των πανεπιστημίων.
Οφείλει λοιπόν η εκπαιδευτική κοινότητα και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου παιδείας κάποτε να αποφασίσουν για την ισορροπία που θα ισχύσει ανάμεσα σε αυτές τις δύο απόψεις γιατί οι αλλαγές στο σύστημα, η μεταβολή των εξεταζόμενων μαθημάτων ή των εισακτέων δεν πρόκειται να λύσουν τα χρονίζοντα προβλήματα στον ευαίσθητο αυτό χώρο. Εφ’ όσον λοιπόν αυτή η ισορροπία εδραιωθεί τότε και η χημική εκπαίδευση θα προσανατολιστεί προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να βοηθήσει αφενός στη επίτευξη του κοινού στόχου και αφετέρου να αποδείξει την αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα της παρουσίας της στη γνωστική παλέτα των μελλοντικών πολιτών της κοινωνίας μας.
Παρακάτω σημειώνουμε μερικές επισημάνσεις και προτάσεις αναφορικά με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν όλο το φάσμα των προβλημάτων που ταλαιπωρούν των ευαίσθητο χώρο της παιδείας, αλλά αποτυπώνουν κάποια κύρια θέματα σε σχέση με την σημερινή κατάσταση.
Για τη διδασκαλία της Χημείας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Τα τελευταία χρόνια, όσοι ασχολούνται με τη διδασκαλία της Χημείας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, σαφώς και θα μπορούν εύκολα να παρατηρήσουν, τη συρρίκνωση των διδακτικών ωρών από τα αναλυτικά προγράμματα, κυρίως αυτών του Γυμνασίου. Το μάθημα δε διδάσκεται στην Α Γυμνασίου ενώ είναι μονόωρο στη Β και Γ Γυμνασίου. Στο Λύκειο, είναι δίωρο στην Α τάξη, δίωρο στα μαθήματα Γενικής Παιδείας της Β τάξης, απουσιάζει από τα μαθήματα ομάδων προσανατολισμού της Β τάξης και καταλήγει εξάωρο (το οποίο είναι δύσκολα αφομοιώσιμο) στη Γ τάξη. Παρατηρείται δηλαδή μια μετακύληση των ωρών στη τελευταία τάξη του Λυκείου, τη στιγμή που υπάρχουν προηγούμενες τάξεις στις οποίες το μάθημα απουσιάζει παντελώς, γεγονός που κάνει προβληματική την αφομοίωση των διδασκόμενων εννοιών και οδηγεί στη δημιουργία αρκετών γνωστικών “ελλειμμάτων” .
Επειδή η διδασκαλία της Χημείας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αποτελούσε και αποτελεί σημαντικό και ουσιαστικό θέμα για όλους τους μαθητές – αυριανούς φοιτητές / πολίτες, προτείνουμε και επιδιώκουμε :
Α) Την εισαγωγή μονόωρου μαθήματος στην Α Γυμνασίου, υπό τη μορφή πειραμάτων, με στόχο την εξοικείωση των μαθητών με τις σχετικές έννοιες.
Β) Την αύξηση των ωρών στη Β και Γ τάξη του Γυμνασίου, έτσι ώστε να μπορούν να εκτελεστούν με χρονική άνεση οι, ήδη υπάρχουσες στο αναλυτικό πρόγραμμα, εργαστηριακές ασκήσεις.
Γ) Την αναδιάρθρωση των ωρών του μαθήματος στο Λύκειο με κύρια έμφαση στην επαναφορά του μαθήματος στις ομάδες προσανατολισμού στη Β Τάξη.
Δ) Την εκ νέου συγγραφή όλων των σχολικών εγχειριδίων και ιδιαιτέρως αυτού της Γ τάξης του Λυκείου, το οποίο πολύ μικρή συσχέτιση έχει πλέον με τις απαιτήσεις και το πνεύμα των θεμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων της χώρας.
Για τη διδασκαλία της Χημείας στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Α. Αριθμός εισακτέων: Ο αριθμός (κατά Μ.Ο. 150-180) δε συνάδει με τις υποδομές των Τμημάτων Χημείας όπως κατάλληλης χωρητικότητας αμφιθέατρα και εργαστήρια. Τα περισσότερα Τμήματα φτιάχτηκαν πριν 50-60 χρόνια και με προοπτική για να εξυπηρετούν 60-80 εισακτέους.
Β. Εξοπλισμός: Οι φιλοδοξίες του Δημοσίου/κοινωνίας για το επίπεδο σπουδών και αντικειμενική διεθνή κατάταξη δεν συνάδουν με τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό που διατίθεται για την εκπαίδευση και την έρευνα.
Γ. Δυσανάλογη Χρηματοδότηση: Η Χημεία είναι η «ακριβότερη» επιστήμη μετά την Ιατρική. Στα προγράμματα σπουδών (εγκεκριμένα από το Υπουργείο) υπάρχει η διπλωματική πτυχιακή εργασία για την οποία χρειάζονται πλήθος αναλωσίμων, αντιδραστηρίων, διαλυτών, υαλικών και άλλων βοηθητικών υλικών. Ωστόσο καμία μέριμνα δεν υπάρχει για το κόστος των εργαστηριακών διπλωματικών εργασιών. Σε θεωρητικές ή μη εργαστηριακές επιστήμες οι διπλωματικές απαιτούν μόνο ένα φορητό υπολογιστή. Δεν μπορούμε να θέλουμε να έχουμε ανταγωνιστική χημεία/αποφοίτους χωρίς να καταβάλουμε το αντίτιμο.
Δ. Ασφάλεια και Υγιεινή: Το Δημόσιο υποστηρίζει με υλικά προσωπικής ασφάλειας και υγιεινής άλλους κλάδους εργαζομένων αλλά όχι τους χημικούς στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Προσωπικό και φοιτητές εκτίθενται καθημερινά σε χημικές ουσίες αλλά το κράτος δεν παρέχει ούτε ένα ζευγάρι γάντια, ούτε προστατευτικά γυαλιά. Ακόμη και τις άσπρες ποδιές όλοι τις αγοράζουν με δικά τους έξοδα. Δηλαδή το μήνυμα του κράτους είναι «εκπαιδευτείτε και δουλέψτε χωρίς ασφάλεια ή με δικά σας έξοδα». Είναι νομική υποχρέωση του δημοσίου να μέριμνα για την ασφάλεια του προσωπικού και των φοιτητών μέσα σε ένα δημόσιο κτίριο. Το κόστος είναι μικρό και δεν δικαιολογείται να μην καλύπτεται.
Για την αντιμετώπιση των θεμάτων χημικής εκπαίδευσης από την Ένωση Ελλήνων Χημικών έχουμε ήδη τοποθετηθεί στις κεντρικές μας θέσεις, που μπορείτε να βρείτε στον σύνδεσμο http://dikixi.blogspot.com/ και https://www.facebook.com/DHKIXH. Ο χειρισμός των προβλημάτων που ανακύπτουν κατά καιρούς μπορεί να λειτουργεί πυροσβεστικά, στο μέτρο που μπορεί να αποδώσει καρπούς, αλλά δεν φτάνει. Η χάραξη μιας μακροχρόνιας στρατηγικής στον τομέα της χημικής εκπαίδευσης πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την επόμενη τριετία, εφ’ όσον βέβαια ανασυσταθεί το επιστημονικό τμήμα Παιδείας και Χημικής Εκπαίδευσης, χωρίς αποκλεισμούς.
Και φυσικά οποιαδήποτε συνεργασία με όμορους κλάδους θα πρέπει να γίνεται πάνω σε συμφωνίες συναντίληψης και αμοιβαιότητας. Δεν μπορεί να φεύγει επιστολή από την ΕΕΧ προς τον τότε υπουργό Παιδείας κο Γαβρόγλου με αναφορά ότι «αποτελεί αναγκαιότητα η ανάθεση στο μάθημα της χημείας στα ΕΠΑΛ στους χημικούς μηχανικούς από κοινού με τους ΠΕ χημικούς», και να ξεχνάμε ότι η εκπρόσωπος του ΤΕΕ στο ΣΑΠΕ, χημικός μηχανικός και αντιπρύτανης τότε του Πολυτεχνείου κα Μοροπούλου, είχε τοποθετηθεί κάθετα εναντίον της πρότασης για το προεδρικό διάταγμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων του κλάδου, ο δε σύλλογος των χημικών μηχανικών είχε στοιχηθεί μαζί της, όπως φάνηκε σε συνάντηση που είχαν εκπρόσωποι της ΕΕΧ με την κα Μοροπούλου και εκπρόσωπο του συλλόγου των χημικών μηχανικών στα γραφεία του ΤΕΕ. Από τότε ακόμα ψάχνουμε να βρούμε που είναι αυτό το περίφημα κείμενο του προεδρικού διατάγματος, το οποίο καταχωνιάστηκε και εξαφανίστηκε στα συρτάρια του υπουργείου Παιδείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου